- μηχανιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που συντελείται μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης2. αυτός που εξηγεί και αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις με όρους τής βιολογίας ή τής φυσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιστικός (πρβλ. αγγλ. mechanistic)].
Dictionary of Greek. 2013.