μηχανιστικός

μηχανιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης
2. αυτός που εξηγεί και αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις με όρους τής βιολογίας ή τής φυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιστικός (πρβλ. αγγλ. mechanistic)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηχανιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μηχανισμό: Μηχανιστική αντίληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …   Dictionary of Greek

  • υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”